- πολυτροπικότητα
- η, Νυπέρθεση μελωδιών που βασίζονται στο τροπικό σύστημα αλλά είναι η καθεμιά γραμμένη σε διαφορετικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. polymodatite (< πολυ-* + modalite «μέλος, ήχος»].
Dictionary of Greek. 2013.